Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίβουλος
1 εγγραφή
δίβουλος -η -ο [δívulos] Ε5 : (σπάν.) που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες, σε δύο αποφάσεις· δίγνωμος: Ήταν ~, να φύγει ή να μη φύγει;

[μσν. δίβουλος < δι- 1 + βουλ(ή) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες