Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίαυλος
3 εγγραφές [1 - 3]
δίαυλος 1 ο [δíavlos] Ο19 : ΣYN κανάλι. 1. φυσική ή τεχνητή δίοδος σε θάλασσα, ποταμό κτλ., κατάλληλη για τη ναυσιπλοΐα. 2. (λόγ.) α. συσκευή ή κύκλωμα μέσο του οποίου μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά σήματα από τον πομπό στο δέκτη. β. (πληροφ.) όργανο που συνδέει την κεντρική μονάδα με τα περιφερειακά. 3. (μτφ.) τρόπος επικοινωνίας, πρόσβασης ή διοχέτευσης πληροφοριών: Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένας ~ (επικοινωνίας) μεταξύ των δύο χωρών.

[λόγ.: 1: αρχ. δίαυλος· 2, 3: σημδ. αγγλ. channel]

δίαυλος 2 ο : (μουσ.) αρχαίο πνευστό όργανο που το αποτελούσαν δύο σωλήνες με διπλό γλωσσίδι· δίδυμος αυλός.

[λόγ. δι- 1 + αυλ(ός) -ος]

δίαυλος 3 ο : αθλητικό αγώνισμα διπλού δρόμου στην αρχαιότητα.

[λόγ. < αρχ. δίαυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες