Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέων
1 εγγραφή
δέων -ουσα -ον [δéon] Ε12 : (λόγ.) α. που είναι ο πρέπων, ο κατάλληλος, ο αναγκαίος: Έγιναν οι δέουσες ενέργειες. Δε δόθηκε η δέουσα προσοχή. Tον αντιμετώπισαν με το δέοντα σεβασμό. (απαρχ. έκφρ.) τι δέον γενέσθαι*; β. (ως ουσ.) το δέον: β1. το πρέπον, το κατάλληλο, το αναγκαίο: Οφείλουμε να πράξουμε το δέον. (έκφρ.) πλέον* του δέοντος. υπέρ* το δέον. β2. (πληθ., παρωχ.) τα δέοντα, τα χαιρετίσματα: Tα δέοντα στους γονείς σου.

[λόγ. < ελνστ. δέων < αρχ. τό δέον ουσιαστικοπ. ουδ. μεε. του ρ. δεῖ `είναι αναγκαίο, είναι σωστό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες