Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δέμα το [δéma] Ο48 : συσκευασία ενός ή περισσότερων αντικειμένων, η τοποθέτησή τους δηλαδή σε κατάλληλο περικάλυμμα για την ευκολότερη μεταφορά ή για την προστασία τους: Δέματα με εμπορεύματα / με καπνό. ~ με χόρτο / με βαμβάκι. Φτιάχνω / μεταφέρω / ανοίγω ένα ~. Θα μου το στείλεις σε ~;, συσκευασμένο. Mπορείτε να μου το κάνετε ~;, να μου το συσκευάσετε; || δέμα που πρόκειται να δοθεί ή να σταλεί σε κπ.: Διανομή δεμάτων σε άπορους / πρόσφυγες / σεισμόπληκτους / στρατιώτες. Σου έφερα ένα ~ από το χωριό. Σφράγισμα / αποστολή / παραλαβή του δέματος, για δέμα που στέλνεται με το ταχυδρομείο.
δεματάκι το YΠΟKΟΡ. δεματάρα η MΕΓΕΘ. [ελνστ. δέμα· δεματ- (δέμα) -άρα]
- δεμάτι το [δemáti] Ο44 : μεγάλη δέσμη συνήθ. από κλαδιά, άχυρα κτλ.: ~ από στάχυα / σανό / ξερόκλαδα. Tα χερόβολα γίνονταν δεμάτια και τα δεμάτια θημωνιές. Kουβαλούσε στη ράχη του ένα ~ ξύλα.
[μσν. δεμάτιν < ελνστ. δεμάτιον υποκορ. του αρχ. δέμα]
- δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ~ ξύλα / χόρτα / δέρματα.
[μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]
- δεμάτιασμα το [δemátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεματιάζω.
[δεματιασ- (δεματιάζω) -μα]