Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέκτης
1 εγγραφή
δέκτης ο [δéktis] Ο10 : 1. ANT πομπός. α. (τεχνολ.) συσκευή ή εγκατάσταση που δέχεται ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα μετατρέπει σε οπτικά ή ακουστικά σήματα: ~ μεγάλης / μικρής ισχύος. Iσχυρός / ασθενής ~. || Ραδιοφωνικός / τηλεοπτικός ~. || (επέκτ.) αυτός που δέχεται ένα ερέθισμα, σήμα, μήνυμα κτλ.: Tα κόμματα πρέπει να είναι ευαίσθητοι δέκτες των κοινωνικών μηνυμάτων. β. (πληροφ.) το τμήμα μιας επικοινωνιακής αλυσίδας το οποίο εκπέμπει πληροφορίες. γ. (γλωσσ.) αυτός που δέχεται και αποκωδικοποιεί ένα μήνυμα που δομείται σύμφωνα με τους κανόνες ενός ειδικού κώδικα. δ. (ανατ.) καθένας από τους ειδικούς αισθητηριακούς σχηματισμούς που παραλαμβάνουν και τροποποιούν ερεθίσματα και μεταδίδουν στο νευρικό σύστημα την πληροφορία για το δρων αίτιο· υποδοχέας2. 2. (ιατρ.) ο λήπτης. ANT δότης.

[λόγ. < αρχ. δέκτης `αυτός που δέχεται, ζητιάνος΄ σημδ. γαλλ. récepteur & αγγλ. receiver]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες