Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάμασμα
1 εγγραφή
δάμασμα το [δámazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δαμάζω.

[λόγ. < μσν. δάμασμα < δαμασ- (δαμάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες