Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάκτυλος
4 εγγραφές [1 - 4]
δάκτυλος 1 ο [δáktilos] Ο19 : 1. (λόγ.) το δάχτυλο. ΦΡ θέτω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις για κτ. 2. (μτφ.) μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν σε υποκίνηση και ανατροπή: Ξένος / αμερικάνικος / σοβιετικός κτλ. ~. || (με γεν.): Πίσω από το πραξικόπημα υποπτεύονται δάκτυλο ξένων δυνάμεων. 3. (λόγ.) υποδιαίρεση του μέτρου, το ένα εκατοστό, ο πόντος.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. δάκτυλος· 2: σημδ. αγγλ. dactyl (στη νέα σημ.) < λατ. dactylus < αρχ. δάκτυλος]

δάκτυλος 2 ο : (μετρ.) 1. στη νεοελληνική μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα με τονισμένη την πρώτη συλλαβή και άτονες τις δύο επόμενες. || ο δακτυλικός στίχος. 2. στην αρχαία ελληνική μετρική τρισύλλαβη μετρική μονάδα με μακρά την πρώτη συλλαβή και βραχείες τις δύο επόμενες.

[λόγ. < αρχ. δάκτυλος]

δακτυλοσκόπηση η [δaktiloskópisi] Ο33 : 1. μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου με βάση τα δακτυλικά του αποτυπώματα· δακτυλοσκοπία. 2. αντί του δακτυλική εξέταση.

[λόγ.: 1: γαλλ. dactyloscopie < dactyl- < αρχ. δάκτυλ(ος) -ο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση· 2: παρανόηση της σημ. ίσως με βάση τη λ. ορθοσκόπηση]

δακτυλοσκοπία η [δaktiloskopía] Ο25 : μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου με βάση τα δακτυλικά του αποτυπώματα· δακτυλοσκόπηση1.

[λόγ. < γαλλ. dactyloscopie < dactyl- < αρχ. δάκτυλ(ος) -ο- + -scopie = -σκοπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες