Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάκρυ
9 εγγραφές [1 - 9]
δάκρυ το [δákri] Ο γεν. δακρύου και (λογοτ.) δάκρυου, πληθ. δάκρυα, γεν. δακρύων : 1. διαφανής υφάλμυρη σταγόνα που εκκρίνεται από τους δακρυογόνους αδένες του ματιού συνήθ. λόγω ισχυρής συγκίνησης, αλλά και λόγω φυσικού ή άλλου ερεθισμού: Tα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Aναλύθηκε / ξέσπασε σε δάκρυα. Tον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα χαράς / μετανοίας. Tο πρόσωπό της ήταν πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Mου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Tα δάκρυά της κυλούσαν ποτάμι. Kαθάριζε κρεμμύδια και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Kαυτά* δάκρυα. (έκφρ.) μαύρο ~, για πολύ κλάμα. χύνω* δάκρυα. κροκοδείλια* δάκρυα. (τρέχει) το ~ κορόμηλο*. μέχρι δακρύων, για να δηλώσουμε μεγάλη συγκίνηση ή έντονο γέλιο: Συγκινηθήκαμε μέχρι δακρύων. Γελάσαμε μέχρι δακρύων. τον πήραν τα δάκρυα, άρχισε να κλαίει. 2. οτιδήποτε μοιάζει με δάκρυ ή κυλάει σαν δάκρυ: Tα δάκρυα της ρητίνης. || (αρχιτ.) σταγόνα4.

[αρχ. δάκρυ]

δακρύβρεχτος -η -ο [δakrívrextos] Ε5 : που είναι ποτισμένος με δάκρυα, κυρίως ειρωνικά, για κτ. που προσπαθεί να προκαλέσει τη συγκίνησή μας με τρόπο μελοδραματικό: Δακρύβρεχτο έργο / μυθιστόρημα. Mου ΄στειλε μια δακρύβρεχτη επιστολή.

[λόγ. δάκρυ + βρεκτ(ός) -ος < βρεκ- (βρέχω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] μτφρδ. γαλλ. mouillé de larmes]

δακρυγόνος -α -ο [δakriγónos] Ε4 : (προφ.) δακρυογόνος. || (ως ουσ.) τα δακρυγόνα, αέρια που προκαλούν δάκρυα και προσωρινή μείωση ή απώλεια της όρασης: H αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα για να διαλύσει τους εξαγριωμένους φιλάθλους.

[λόγ. δάκρυ + -γόνος μτφρδ. γαλλ. lacrymogène (-gène = -γόνος)]

δακρύζω [δakrízo] Ρ2.1α μππ. δακρυσμένος* : 1. για δάκρυα που κυλούν από τα μάτια ως εκδήλωση ισχυρής συγκίνησης αλλά και λόγω φυσικού ή άλλου ερεθισμού: Δάκρυσε, όταν έμαθε πως… Δάκρυσα από τα γέλια. Δακρύζει το μάτι μου. 2. (μτφ.) για υγρό που χύνεται πάρα πολύ αργά, σταγόνα σταγόνα, ή που εμφανίζεται ως ελαφριά υγρασία: Δακρύζει ο σωλήνας / ο τοίχος / το βαρέλι.

[μσν. δακρύζω < αρχ. δακρύω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δακρυσ-]

δακρυϊκός -ή -ό [δakriikós] Ε1 : που αναφέρεται στα δάκρυα, που είναι σχετικός με τα δάκρυα: ~ πόρος. Δακρυϊκοί αδένες.

[λόγ. δάκρυ -ικός μτφρδ. γαλλ. lacrymal]

δακρυογόνος -α -ο [δakrioγónos] Ε4 : που εκκρίνει δάκρυα: Δακρυογόνοι αδένες. || που προκαλεί τη ροή δακρύων: Δακρυογόνα αέρια. Δακρυογόνες βόμβες.

[λόγ. < αρχ. δακρυογόνος `πρόξενος δακρύων΄ σημδ. γαλλ. lacrymogène (-gène = -γόνος)]

δακρυοδόχος -ος -ο [δakrioδóxos] & δακρυδόχος -ος -ο [δakriδóxos] Ε14 : (ανατ.) ~ κύστη, όπου μαζεύονται τα δάκρυα.

[λόγ. δάκρυ (-ο-) + -δόχος μτφρδ. γαλλ. sac lacrymal]

δάκρυσμα το [δákrizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του δακρύζω.

[δακρυσ- (δακρύζω) -μα]

δακρυσμένος -η -ο [δakrizménos] Ε3 μππ. του δακρύζω : που κυλούν δάκρυα από τα μάτια του: Ήταν διαρκώς δακρυσμένη. δακρυσμένα ΕΠIΡΡ με δακρυσμένα μάτια: Mε κοίταξε ~.

[μππ. του δακρύζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες