Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γόνιμος -η -ο [γónimos] Ε5 : 1. που είναι ικανός να παράγει κτ. σε αφθονία· εύφορος, παραγωγικός: Γόνιμη γη. Γόνιμο χωράφι. Γόνιμο έδαφος και μτφ. για ευνοϊκές συνθήκες. || για ζωντανούς οργανισμούς: Γόνιμες μέρες, οι ημέρες του μήνα κατά τις οποίες είναι δυνατή η σύλληψη. Γόνιμη ηλικία. 2. (μτφ.) δημιουργικός, αποτελεσματικός, αποδοτικός: Γόνιμο μυαλό. Γόνιμη φαντασία. ~ διάλογος. Είχαμε μια γόνιμη συνεργασία. Στο συνέδριο έγιναν πολλές γόνιμες συζητήσεις. ~ συγγραφέας, που παράγει μεγάλο έργο.
γόνιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. γόνιμος]