Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόνδολα
1 εγγραφή
γόνδολα η [γónδola] Ο27α : είδος μακριάς και στενής βάρκας με υπερυψωμένη πλώρη και πρύμνη, που κινείται με ένα μόνο κουπί και που τη χρησιμοποιούν στα κανάλια της Bενετίας.

[λόγ. αντδ. < βεν. gondola (ορθογρ. δαν.) < μσνλατ. *condua < ελνστ. κόνδυ `ποτήρι, βάζο΄, πληθ. κόνδυα (ή και με επίδρ. του υποκορ. κονδύλιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες