Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόνατο
1 εγγραφή
γόνατο το [γónato] Ο42 : 1. η άρθρωση που συνδέει το μηρό με την κνήμη και με επέκταση η περιοχή γύρω από την κνήμη: Xτύπησα στο ~. Xτύπησα το γόνατό μου. Mε την αλλαγή του καιρού μού πονούν τα γόνατα. Φούστα πάνω / κάτω από το ~. Παντελόνι ως το ~. Bούλιαξε στη λάσπη ίσαμε τα γόνατα. Bάλε το παιδί να καθίσει στα γόνατά μου. Πέφτω στα γόνατα, γονατίζω και ως έκφραση για θερμή παράκληση. (έκφρ.) σέρνομαι στα γόνατα, για θερμή παράκληση. (μου) κόπηκαν / τρέμουν τα γόνατά μου, από μεγάλη κούραση, εξάντληση ή φόβο. έκανε γόνατα, (για ρούχα) ξεχείλωσε στο σημείο που είναι τα γόνατα. ΦΡ στο ~, πολύ πρόχειρα: Οι περισσότερες μεταφράσεις γίνονται στο ~. 2. το σημείο από το οποίο φύονται τα φύλλα στο βλαστό.

[ελνστ. γόνατον < πληθ. γόνατα του αρχ. γόνυ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες