Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόμφωση
1 εγγραφή
γόμφωση η [γómfosi] Ο33 : σύνδεση, συναρμογή με γόμφους. || (ανατ.) είδος συνάρθρωσης.

[λόγ. < ελνστ. γόμφω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες