Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γόβα
1 εγγραφή
γόβα η [γóva] Ο25α : γυναικείο κλειστό παπούτσι χωρίς κορδόνια ή κούμπωμα, συνήθ. με ψηλό τακούνι. γοβάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. γόβα < βεν.(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες