Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυρισμός ο [jirizmós] Ο17 : επιστροφή: Πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Ονειρεύεται πάντα την ημέρα του γυρισμού στην πατρίδα. Στο γυρισμό θα σταθούμε να σε πάρουμε.
[μσν. γυρισμός < γυρισ- (γυρίζω) -μός]