Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυνή η [jiní] Ο : (λόγ.) γυναίκα, στη ΦΡ πυρ, ~ και θάλασσα*, και στις εκφράσεις ~ της απωλείας, ανήθικη γυναίκα. συν* γυναιξί και τέκνοις. (εκκλ.) η ~ ίνα φοβήται τον άνδρα, να δείχνει σεβασμό προς το σύζυγο.
[λόγ. < αρχ. γυνή]