Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυνή
1 εγγραφή
γυνή η [jiní] Ο : (λόγ.) γυναίκα, στη ΦΡ πυρ, ~ και θάλασσα*, και στις εκφράσεις ~ της απωλείας, ανήθικη γυναίκα. συν* γυναιξί και τέκνοις. (εκκλ.) η ~ ίνα φοβήται τον άνδρα, να δείχνει σεβασμό προς το σύζυγο.

[λόγ. < αρχ. γυνή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες