Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνο-
1 εγγραφή
γυμνο- [jimno] & γυμνό- [jimnó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γυμν- [jimn], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι είναι γυμνό, χωρίς το ανάλογο ρούχο, εσώρουχο κτλ., το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: γυμνόκωλος, ~πόδαρος, γυμνόσωμος· γυμνόστηθη. 2. (επιστ.) δηλώνει την απουσία του χαρακτηριστικού στοιχείου που συνήθ. συνοδεύει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: γυμνόκαρπος, γυμνόρριζος· ~κέφαλος, γυμνόφθαλμα.

[1: μσν. γυμν(ο)- θ. του επιθ. γυμν(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γυμνο-κέφαλος `ξεσκούφωτος΄· 2: λόγ. < ελνστ. γυμν(ο)- θ. του αρχ. επιθ. γυμνό(ς) (πρβ. αρχ. γυμνο-παιδίαι: σπαρτιατική γιορτή): ελνστ. γυμνό-καρπος & διεθ. gymn(o)- < ελνστ. γυμν(ο)-: γυμνό-σπερμα < νλατ. gymnosperma]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες