Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνιστής
1 εγγραφή
γυμνιστής ο [jimnistís] Ο7 θηλ. γυμνίστρια [jimnístria] Ο27 : οπαδός του γυμνισμού: Kατασκήνωση γυμνιστών.

[λόγ. γυμν(ός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. nudiste (-iste = -ιστής)· λόγ. γυμνισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες