Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνάσιο
3 εγγραφές [1 - 3]
γυμνάσιο το [jimnásio] Ο40 : 1. τα τρία πρώτα χρόνια της δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης: Πηγαίνει ακόμη στο ~. Tελείωσε το ~. Tο εξατάξιο ~ έχει καταργηθεί. 2. το κτίριο του γυμνασίου.

[λόγ. αντδ. < γερμ. Gymnasium (στη νεότ. σημ.) < λατ. gymnasium < αρχ. γυμνάσιον `σωματική άσκηση, τόπος γυμναστικής, που ανήκει σε σχολείο φιλοσοφίας (από τον τόπο συγκέντρωσης)΄]

γυμνασιοκόριτσο το [jimnasiokóritso] Ο41 : μαθήτρια γυμνασίου, κορίτσι που φοιτά στο γυμνάσιο.

[γυμνάσι(ο) -ο- + κορίτσ(ι) -ο]

γυμνασιόπαιδο το [jimnasiópeδo] Ο41 : μαθητής γυμνασίου, αγόρι που φοιτά στο γυμνάσιο. || (πληθ.) αγόρια και κορίτσια που φοιτούν στο γυμνάσιο.

[γυμνάσι(ο) -ο- + παιδ(ί) -ο, κατά το λόγ. γυμνασιόπαις (παις = παιδί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες