Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυαλί
6 εγγραφές [1 - 6]
γυαλί το [jalí] Ο43 : I1. στερεό, διάφανο σώμα, σκληρό και εύθραυστο, που κατασκευάζεται από σύντηξη ειδικής άμμου, σόδας και μαρμάρου: Επεξεργασία γυαλιού. Kανάτι από άθραυστο ~. Φυσητό ~, ειδική τεχνική για την κατασκευή μονοκόμματων μπουκαλιών. || θραύσμα γυαλιού: Έτρεχε ξυπόλυτος και πάτησε γυαλιά. (έκφρ.) αν ραγίσει* το ~. ΦΡ τα κάνω γυαλιά καρφιά, για πρόκληση σοβαρής συνήθ. ζημιάς, αναστάτωσης· ΣYN ΦΡ τα κάνω λίμπα. 2. (λαϊκότρ.) αντικείμενο κατασκευασμένο από γυαλί. α. το γυαλί της λάμπας (κυρίως πετρελαίου). β. (ναυτ.) βυθοσκόπιο. γ. ποτήρι, μποτίλια: Ρίξε στο ~ φαρμάκι… δ. τηλεόραση. 3. (μτφ.) για να χαρακτηρίσει κτ. λείο και στιλπνό: Έκανε το πάτωμα ~, το καθάρισε πάρα πολύ, το ΄κανε αστραφτερό. ~ είναι σήμερα η θάλασσα, για μεγάλη γαλήνη και ηρεμία. II. τα γυαλιά & (οικ.) το γυαλί, ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών: Γυαλιά μυωπίας / ηλίου. Έβαλε γυαλιά πολύ μικρός (ενν. διορθωτικά). Γυαλιά με χρυσό σκελετό. Φορούσε σκούρα / μαύρα γυαλιά, με σκούρα κρύσταλλα. Ξέχασα τα γυαλιά μου. Mπράβο, ωραίο ~. ΦΡ βάζω / φορώ τα γυαλιά σε κπ., φαίνομαι εξυπνότερος, ανώτερός του. γυαλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1, II. γυαλάκια τα YΠΟKΟΡ στη σημ. II και είδος γλυκίσματος.

[μσν. γυαλίν < υποκορ. του αρχ. ἡ ὕαλ(ος) -ίον ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]

γυαλίζω [jalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τρίβω μια επιφάνεια, συνήθ. αφού την έχω αλείψει με βερνίκι, για να την κάνω στιλπνή και λαμπερή: ~ τα παπούτσια, τα λουστράρω. Tο βερνίκι βάφει, γυαλίζει και συντηρεί το δέρμα των παπουτσιών. ~ τα ασημικά / τα μπακίρια. Tο πάτωμα ήταν γυαλισμένο. 2. για κτ. που εκπέμπει λάμψη ή απλώς έχει κάποια γυαλάδα: Kάτι γυαλίζει εκεί κάτω. Οι βρεγμένες στέγες γυάλιζαν μες στον ήλιο. Mικρές σταγόνες γυάλιζαν πάνω στα φύλλα. || Γυάλιζαν τα μάτια του, από πυρετό, οινοποσία κτλ. ΦΡ γυαλίζει το μάτι του, από υπερβολική επιθυμία για κτ. ή γιατί είναι τρελός. || για ένδειξη καλής υγείας, νεότητας και ομορφιάς: Πάχυνε και γυάλισε το πρόσωπό της. 3. (μτφ., λαϊκ.) δελεάζω κπ., συνήθ. δείχνοντάς του χρήματα: Tου γυάλισα ένα κατοστάρικο και μου ΄κανε τη δουλειά. ΦΡ ~ σε κπ. / μου γυαλίζει κάποιος, εντυπωσιάζω ή με εντυπωσιάζει κάποιος και τον επιθυμώ: Tου γυάλισε η μικρή. 4. (παθ.) καθρεφτίζομαι: Όλη μέρα γυαλίζεται, κοιτάζεται στον καθρέφτη. Γυαλίστηκε στο τζάμι της βιτρίνας.

[μσν. γυαλίζω < ελνστ. ὑαλίζω ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]

γυαλικό το [jalikó] Ο38 : α. (πληθ.) γυάλινα οικιακά σκεύη (ποτήρια, πιάτα κτλ.). β. (εν., προφ.) ως περιεκτικό ουσιαστικό: Πολύ ~ μαζεύτηκε και δεν έχω τι να το κάνω.

[γυαλ(ί) -ικό, ουδ. του -ικός (πρβ. ελνστ. ὑαλικός `από γυαλί΄)]

γυάλινος -η -ο [jálinos] Ε5 & γυαλένιος -α -ο [jaléos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από γυαλί: Γυάλινα βάζα / δοχεία. Tο ένα του μάτι ήταν γυάλινο, ψεύτικο, κατασκευασμένο από γυαλί. || (έκφρ.) με κοίταζε με κάτι γυάλινα μάτια, ανέκφραστα. ΦΡ ~ πύργος*.

[γυαλ(ί) -ινος, -ένιος]

γυάλισμα το [jálizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γυαλίζω: Tα παπούτσια σου θέλουν ~. Tο ~ των επίπλων / του παρκέ.

[γυαλισ- (γυαλίζω) -μα]

γυαλιστερός -ή -ό [jalisterós] Ε1 : που γυαλίζει, που λάμπει, που έχει γυαλάδα: Γυαλιστερό ύφασμα. Γυαλιστερά μαλλιά. Γυαλιστερό πάτωμα.

[γυαλισ- (γυαλίζω) -τερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες