Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρεγολεβάντες
1 εγγραφή
γρεγολεβάντες ο [γreγolevándes] Ο14 : (ναυτ.) ο άνεμος που πνέει από ανατολικά έως βορειοανατολικά.

[βεν. gregolevante ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες