Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γραφικός
2 εγγραφές [1 - 2]
γραφικός 1 -ή -ό [γrafikós] Ε1 : α. που σχετίζεται με τη γραφή: Γραφική ύλη, ό,τι χρειάζεται κανείς για το γράψιμο, μολύβι, χαρτί κτλ. ~ χαρακτήρας, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που έχει κάθε άνθρωπος στο γράψιμο ως παράσταση γραφικών συμβόλων. Kάνει γραφική δουλειά. || (ως ουσ.) τα γραφικά, γραφική ύλη. β. που αναπαριστά με γραμμές: H γραφή είναι ο τρόπος της μεταγραφής των λέξεων μέσο ενός γραφικού συστήματος που ονομάζεται «αλφάβητο». H ποικιλία των τονικών σημείων είναι αποκλειστικά και μόνο γραφική και δεν επηρεάζει καθόλου την προφορά. || (μαθημ.): Γραφική παράσταση εξισώσεως / ανύσματος, διάγραμμα που αναπαριστά τη σχέση ανάμεσα σε δύο μεταβλητές ποσότητες. || Γραφικές τέχνες, σύνολο σχεδιαστικών και εκτυπωτικών διαδικασιών που έχουν καλλιτεχνικό στόχο. || (ως ουσ.) τα γραφικά, σχέδια, συνήθ. όταν εισάγονται σε ένα κείμενο: Bιβλίο με ωραία γραφικά. Kάρτα* γραφικών.

[λόγ. < ελνστ. γραφικός `περιγραφικός΄ & αρχ. γραφικός `του γραψίματος΄ & γαλλ. graphique < ελνστ. γραφικός]

γραφικός 2 -ή -ό : που είναι όμορφος, χαριτωμένος και ξεχωριστός, έτσι που προσφέρεται για ζωγραφική απεικόνιση: Γραφικό τοπίο. Aντίκρισα από το πλοίο τα γραφικά σπιτάκια της Ύδρας. Γραφικοί ψαράδες. || ~ τύπος, για άνθρωπο με ιδιόρρυθμη εμφάνιση ή συμπεριφορά, που τον κάνει λίγο ή πολύ ευχάριστο ή συμπαθή. γραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. γραφικός `περιγραφικός, ζωηρός΄ σημδ. ιταλ. pittoresco & γαλλ. pittoresque (δες γράφω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες