Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γραφειοκράτης ο [γrafiokrátis] Ο10 : αυτός που ενεργεί με γραφειοκρατικό τρόπο.
[λόγ. γραφειο(κρατία) -κράτης μτφρδ. γαλλ. bureaucrate (-crate = -κράτης)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. γραφειο(κρατία) -κράτης μτφρδ. γαλλ. bureaucrate (-crate = -κράτης)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |