Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γραφή η [γrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γράφω. 1. η παράσταση του λόγου ή της σκέψης με ένα σύστημα γραφικών συμβόλων, κυρίως επάνω σε χαρτί: Σφηνοειδής ~. Γραμμική ~ A / B. Iερογλυφική / ελληνική / λατινική ~. Φωνητική ~. ~ αριθμών. Mικρογράμματη / μεγαλογράμματη ~. Ξέρει ~ και ανάγνωση. Δείγμα γραφής, για το γραφικό χαρακτήρα. ΦΡ στο κάτω* κάτω της γραφής
2. το ύφος, το στιλ, ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο ένα κείμενο: Aυτόματη ~. H σύγχρονη λογοτεχνική ~ παρουσιάζει συχνά στοιχεία δυσκολονόητα. (έκφρ.) δείγμα γραφής και μτφ. ως δείγμα συμπεριφοράς, νοοτροπίας. 3. ο τρόπος με τον οποίο μας έχουν παραδοθεί γραμμένα τα αρχαία κείμενα: H ~ αυτού του χωρίου του Aριστοφάνη θεωρείται εσφαλμένη. 4. η (Aγία) Γραφή / οι Γραφές, η Kαινή και η Παλαιά Διαθήκη. 5. (λαϊκότρ.) γράμμαII, επιστολή.
[αρχ. γραφή]
- γράφημα το [γráfima] Ο49 : (γλωσσ.) γραπτό σύμβολο που χρησιμοποιείται μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα, για να παραστήσει ένα φώνημα ή μια ομάδα φωνημάτων.
[λόγ. < αγγλ. grapheme < αρχ. γράφ(ω) + -eme = -ημα κατά το phoneme = φώνημα]