Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γρανάζι το [γranázi] Ο44 : 1. προεξοχή οδοντωτού τροχού, ο οποίος αποτελεί εξάρτημα μηχανής: Έσπασε ένα ~. || σύστημα οδοντωτών τροχών που συμπλέκονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μεταφέρουν την κίνηση από έναν άξονα περιστροφής σ΄ έναν άλλο άξονα. 2. (μτφ.) μια αλληλουχία γεγονότων ή καταστάσεων από τις οποίες δύσκολα μπορεί κανείς να ξεφύγει: Έμπλεξε στα γρανάζια της γραφειοκρατίας.
γραναζάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ 1. [γαλλ. engranag(e) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]