Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρίπος
1 εγγραφή
γρίπος ο [γrípos] Ο18 : 1. αλιευτική μηχανή με δίχτυα. 2. αλιευτικό σκάφος με γρίπο. 3. ειδικό σκοινί για να περισυλλέγονται από το βυθό διάφορα αντικείμενα ή νάρκες.

[ελνστ. γρῖπος `δίχτυ ψαρά΄ (2: μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες