Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρίπη
1 εγγραφή
γρίπη η [γrípi] Ο25α : μολυσματική ασθένεια που μεταδίδεται με ιό, είναι κατά κανόνα επιδημική και χαρακτηρίζεται συνήθ. από πυρετό, καταρροή, νευραλγίες κτλ.: Yπάρχει επιδημία γρίπης. Άρπαξα μια ~. Aσιατική ~. γριπούλα η YΠΟKΟΡ για ελαφριά γρίπη.

[λόγ. < γαλλ. gripp(e) (ορθογρ. δαν.)· γρίπ(η) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες