Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γρέγος ο [γréγos] Ο18 : (ναυτ.) ο βορειοανατολικός άνεμος.
[αντδ. < βεν. grego -ς < ιταλ. (νότ. διάλ.) greco `βορειοδυτικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα΄ < λατ. Graecus < αρχ. Γραικός]