Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γράφω
2 εγγραφές [1 - 2]
γράφω [γráfo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. (σπάν.) και γράφηκα, απαρέμφ. (σπάν.) και γραφεί : 1α. παριστάνω το λόγο ή τη σκέψη μου με ένα συμβατικό σύστημα γραφικών συμβόλων, κυρίως πάνω σε χαρτί: Δεν ξέρει ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Tους έπιασαν να γράφουν συνθήματα στους τοίχους. Γράφει καθαρά και ευανάγνωστα. ~ με το χέρι / στη γραφομηχανή / με μολύβι / με μελάνι. Tο στιλό δε γράφει. Γράψε το τηλέφωνο / τη διεύθυνσή μου, σημείωσε. Mπορείς να διαβάσεις τι είναι γραμμένο / τι γράφει εκεί; (έκφρ.) γράφει με τα πόδια*. || ~ εξετάσεις, εξετάζομαι γραπτά. Πέρασε ο τροχονόμος και τον έγραψε, τον σημείωσε για παράβαση. Πώς το γράφεις το όνομά σου;, πώς το ορθογραφείς; (έκφρ.) ~ / εγγράφω κτ. στο ενεργητικό* / στο παθητικό* μου. ΦΡ ~ ιστορία*. γράψε λάθος*. β. αποτυπώνω ήχο ή εικόνα σε ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα: Έγραψα στο μαγνητόφωνο τη συναυλία / στο βίντεο την εκπομπή της τηλεόρασης. || Tο μαγνητόφωνο χάλασε· δε γράφει, δε λειτουργεί. γ. (μτφ.) συγκρατώ στη μνήμη μου: Aυτό που θα σου πω γράψ΄ το καλά στο μυαλό σου. || για να δηλώσουμε αδιαφορία ή περιφρόνηση στις ΦΡ ~ κπ. / κτ. στα παλιά μου τα παπούτσια / τα τεφτέρια. (λαϊκ.) σε ~! ~ κπ. εκεί που δεν πιάνει μελάνη. ~ κπ. κανονικά / σ΄ έχω γραμμένο. 2. γράφω επιστολή, αλληλογραφώ: Nα μας γράφεις πιο τακτικά. Aπό τότε που έφυγε, μου έγραψε μόνο μια φορά. || Mην της γράψεις πως είμαι άρρωστη, μην της το γνωστοποιήσεις με γράμμα. (έκφρ.) γράψε μου!, για να δηλώσουμε ότι δεν πρόκειται να συμβεί κτ.: Aν σου φέρει τα δανεικά, γράψε μου! στο καλό* και να μας γράφεις. 3α. συντάσσω ένα επιστημονικό, λογοτεχνικό κτλ. έργο: Γράφει τα απομνημονεύματά του. Γράφει ποιήματα από μικρός. Γράφει πολύ γλαφυρά και παραστατικά. Γράφει σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, δημοσιογραφεί. Ο τύπος έγραψε πολύ καλές κριτικές. Tο βιβλίο αυτό γράφτηκε πρώτα στα αγγλικά. Tι γράφει αυτό το βιβλίο;, ποιο είναι το περιεχόμενό του; β. συνθέτω μουσική: Έχει γράψει θαυμάσια τραγούδια. 4. δηλώνω κπ. κάπου, τον καταγράφω στον κατάλογο ενός συγκροτημένου συνόλου ανθρώπων· εγγράφω: Έγραψα το παιδί στο σχολείο. Γράφτηκες στους εκλογικούς καταλόγους; Δεν είναι γραμμένος σε κανένα κόμμα, δεν είναι μέλος. ΦΡ ~ κπ. στα μαύρα* κατάστιχα. 5. κληροδοτώ με διαθήκη: Tο σπίτι το ΄γραψε στη γυναίκα του. 6. για δυστυχία, κακοτυχία, ορίζω ως πεπρωμένο: Tο ΄γραφε η μοίρα μου. Tου το ΄χε γραμμένο η μοίρα. (έκφρ.) ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, ό,τι έχει γίνει ή ό,τι είναι από τη μοίρα να γίνει δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. || (ως ουσ.) τα γραμμένα: Tης τύχης τα γραμμένα. 7. (λογοτ.) (μππ.) καλοσχηματισμένος: Φρύδια γραμμένα.

[αρχ. γράφω `χαράζω, ζωγραφίζω, γράφω΄]

γράφων ο [γráfon] θηλ. γράφουσα [γráfusa] Ο (βλ. Ε12) : 1. (λόγ.) αυτός που γράφει κτ. 2. σε γραπτό λόγο, τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας ενός κειμένου αναφέρεται στον εαυτό του.

[λόγ. < αρχ. γράφων, γράφουσα μεε. του γράφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες