Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γούρνα η [γúrna] Ο25α : μικρή φυσική κοιλότητα, συνήθ. σε πέτρα ή σε βράχο, όπου μαζεύεται νερό. || πέτρινη ή μαρμάρινη λεκάνη που τη χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των ζώων. || η κοιλότητα του νεροχύτη ή του νιπτήρα.
[μσν. γούρνα < *γόρν(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρώνη `τρύπα, βαθούλωμα΄ με μετάθ. του [r] ]