Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γούλα
1 εγγραφή
γούλα η [γúla] Ο25α : (οικ.) ο πρόλοβος των πουλιών.

[μσν. γούλα < λατ. gula `λαιμός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες