Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουόκμαν το [γuókman] Ο (άκλ.) : μικρό, φορητό ραδιοκασετόφωνο με ακουστικά: Kυκλοφορεί / ταξιδεύει πάντοτε με το ~ στην τσέπη.
[λόγ. < αγγλ. walkman σήμα κατατ.]