Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γουόκμαν
1 εγγραφή
γουόκμαν το [γuókman] Ο (άκλ.) : μικρό, φορητό ραδιοκασετόφωνο με ακουστικά: Kυκλοφορεί / ταξιδεύει πάντοτε με το ~ στην τσέπη.

[λόγ. < αγγλ. walkman σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες