Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουρούνι το [γurúni] Ο44 θηλ. γουρούνα [γurúna] Ο25α : 1. παμφάγο κατοικίδιο θηλαστικό, με ογκώδες σώμα και σκληρές τρίχες, ονομαστό για τη βρομιά του, το οποίο εκτρέφεται για το κρέας και για το δέρμα του· χοίρος: Tο ~ γρυλίζει. Tρώει σαν ~, άπληστα, λαίμαργα, χωρίς τρόπους. Zουν σαν τα γουρούνια, μέσα στη βρομιά. ΦΡ (αγοράζω) ~ στο σακί*. 2. (μτφ.) για άνθρωπο: α. βρόμικο ή πολύ χοντρό. β. άξεστο, αναίσθητο, αχάριστο.
γουρουνάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό του γουρουνιού: ~ του γάλακτος, πολύ μικρό, που θήλαζε ακόμα. [μσν. γουρούνιν < *γρούνιν με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r], υποκορ. του αρχ. (λακωνική διάλ.) γρῶν(α) (ηχομιμ.: δες στο γρι) -ιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] )· γουρούν(ι) μεγεθ. -α]
- γουρουνίσιος -α -ο [γurunísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε γουρούνι: Γουρουνίσια ουρά. Γουρουνίσιο πόδι / δέρμα. || (μτφ.): Γουρουνίσιοι τρόποι.
[γουρούν(ι) -ίσιος]