Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γοτθικός
1 εγγραφή
γοτθικός -ή -ό [γotθikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Γότθους: Γοτθικές επιδρομές. Γοτθική γλώσσα. || (ως ουσ.) η γοτθική, τα γοτθικά, η γοτθική γλώσσα. || Γοτθική τέχνη, η τέχνη του Mεσαίωνα στην Ευρώπη. ~ ρυθμός. Γοτθική γραφή, τύπος γραφής με χαρακτήρες όρθιους που σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες. γοτθικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < ελνστ. Γοτθικός < εθν. Γότθ(οι) -ικός & σημδ. γαλλ. gothique < υστλατ. Gothicus < Gothi = Γότθοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες