Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γοργοπόδαρος
1 εγγραφή
γοργοπόδαρος -η -ο [γorγopóδaros] Ε5 : που είναι γρήγορος στο τρέξιμο: ~ λαγός.

[μσν. γοργοπόδαρος < γοργο- + ποδάρ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες