Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γονιμοποιός
1 εγγραφή
γονιμοποιός -ός -ό [γonimopiós] Ε13 : (λόγ.) (συνήθ. με αφηρημένα ουσιαστικά και σε μεταφορική χρήση) που γονιμοποιεί: ~ δύναμη / επίδραση.

[λόγ. γονιμο(ποιώ) -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες