Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γονδολιέρης
1 εγγραφή
γονδολιέρης ο [γonδoléris] Ο11 : βαρκάρης, κωπηλάτης σε γόνδολα: Οι γονδολιέρηδες της Bενετίας.

[λόγ. < βεν. gondolier -ης (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες