Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γονατιά
1 εγγραφή
γονατιά η [γonatxá] Ο24 : (οικ.) χτύπημα με το γόνατο.

[γόνατ(ο) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες