Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γολέτα
1 εγγραφή
γολέτα η [γoléta] Ο25 : δικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο.

[βεν. goleta]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες