Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνωστικός
2 εγγραφές [1 - 2]
γνωστικός 1 -ή / -ιά -ό [γnostikós] Ε1, Ε2 : 1. που αναφέρεται στη γνώση ως μάθηση: Γνωστική διαδικασία. Γνωστικά ρήματα, που σημαίνουν γνώση. || (ως ουσ.) το γνωστικό, το μυαλό, ο νους, η κρίση. 2. (οικ.) που είναι συνετός, λογικός: Γνωστικές κουβέντες. Έδωσε μια γνωστική απάντηση. Ό,τι έλεγε ήταν γνωστικό. || (ως ουσ.) ο γνωστικός. ΠAΡ Ελάτε εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, για εκμετάλλευση αδύναμου. γνωστικά ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~.

[1: λόγ. < αρχ. γνωστικός· 2: αρχ. γνωστικός]

γνωστικός 2 -ή -ό : που είναι οπαδός της θεωρίας του γνωστικισμού: ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) οι Γνωστικοί.

[λόγ. επίθ. < μσν. ουσ. Γνωστικοί < γνώστ(ης) -ικοί, πληθ. του -ικός `αυτοί που κατέχουν τη γνώση των χριστιανικών μυστηρίων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες