Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλωσσίδι
2 εγγραφές [1 - 2]
γλωσσίδι το [γlosíδi] Ο44 : το κινητό μεταλλικό στέλεχος μιας κλειδαριάς. || Tο ~ της καμπάνας. ~ μουσικού οργάνου, που με τις ταλαντώσεις του παράγει ήχο.

[ελνστ. γλωσσίδιον υποκορ. του αρχ. γλῶσσα]

γλωσσιδικός -ή -ό [γlosiδikós] Ε1 : (γλωσσ.) Γλωσσιδικά σύμφωνα, που αρθρώνονται στο λάρυγγα με τη λειτουργία των φωνητικών χορδών, λαρυγγικοί φθόγγοι: Mε τις φωνητικές χορδές ανοιχτές παράγεται το γλωσσιδικό σύμφωνο [h] όπως στην αγγλική λέξη house”.

[λόγ. γλωσσιδ- (γλωσσίς) -ικός μτφρδ. αγγλ. ή γαλλ. glottal < νλατ. glottis < ελνστ. γλωττίς (δες στο γλωσσίδα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες