Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλωσσίδα
1 εγγραφή
γλωσσίδα η [γlosíδa] Ο26 : (γλωσσ.) το μέρος του λάρυγγα ανάμεσα στις φωνητικές χορδές.

[λόγ. < ελνστ. γλωσσίς, γλωττίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες