Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκύς
1 εγγραφή
γλυκύς -ιά -ύ [γlikís] Ε7 : γλυκός: ~ βραστός, για ελληνικό καφέ με πολλή ζάχαρη.

[λόγ. < αρχ. γλυκύς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες