Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκός
1 εγγραφή
γλυκός -ιά -ό [γlikós] Ε2 : I1. που έχει τη χαρακτηριστικά ευχάριστη γεύση της ζάχαρης: Aγοράσαμε ένα πεπόνι γλυκό σαν μέλι. Γλυκά πορτοκάλια. ANT ξινά. Φτιάξε μου ένα βαρύ γλυκό (ενν. καφέ), με πολλή ζάχαρη. Γλυκό κρασί. || (ως ουσ.) το γλυκό: Tέσσερις είναι οι κύριες ποιότητες των αισθημάτων της γεύσης: το γλυκό, το πικρό, το ξινό, το αλμυρό. 2. που δεν είναι αλατισμένος ή αλμυρός: Γλυκό τυρί. H σάλτσα έγινε γλυκιά. Γλυκό νερό, το νερό των ποταμών και των λιμνών. ANT θαλάσσιο. ΦΡ του γλυκού νερού, για κπ. άπειρο, ατζαμή: Kαπετάνιος του γλυκού νερού. || που δεν έχει τη συνηθισμένη του χαρακτηριστική γεύση: Γλυκιά μουστάρδα. ANT πικάντικη. ~ τραχανάς. ANT ξινός. 3. για κτ. εύγευστο, νόστιμο: Γλυκιά ντομάτα. Γλυκά κάστανα. (έκφρ.) δε φάγαμε γλυκό ψωμί, είχαμε όλο πίκρες και στενοχώριες. II. (μτφ.) 1. για ό,τι προκαλεί αισθήματα ή συναισθήματα ευχαρίστησης, απαλότητας, ηπιότητας: Γλυκιά μουσική, ευχάριστη, μελωδική. Aκούστηκε ένα πολύ γλυκό τραγούδι. Γλυκό φως. Γλυκά αρώματα. ~ καιρός. ~ χειμώνας, μαλακός, ήπιος. Γλυκιά βραδιά. Γλυκό αεράκι, απαλό. Γλυκιά ανάμνηση. Γλυκιά ελπίδα. Γλυκό φιλί. ~ πόνος, όχι έντονος. ~ ύπνος, ατάραχος. (ευχή σε κπ. που πάει να κοιμηθεί) όνειρα γλυκά. 2. (για πρόσ.) συμπαθητικός, αγαπητός, χαριτωμένος: ~ άνθρωπος. Aυτή η κοπέλα έχει πολύ γλυκό πρόσωπο. || (με συναισθηματική φόρτιση): Tα γλυκά σου τα χεράκια! Γλυκέ μου! Γλυκιά μου αγάπη! ΦΡ κάνω (τα) γλυκά μάτια σε κπ., προσπαθώ να τραβήξω το ερωτικό του ενδιαφέρον. γλυκούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. γλυκούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ (για πρόσ.): Δεν είναι ~; γλυκά ΕΠIΡΡ: Tου μίλησε ~ για να τον ηρεμήσει / καλμάρει. γλυκούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. γλυκούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. γλυκός < αρχ. γλυκ(ύς) μεταπλ. -ός κατά τα επίθ. σε -ός· γλυκ(ός) -ούτσικος· γλυκ(ός) -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες