Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλυκάνισο το [γlikániso] Ο41 : αρωματικό φυτό με τους σπόρους του οποίου αρωματίζουν διάφορα γλυκά και οινοπνευματώδη ποτά, κυρίως το ούζο.
[ελνστ. γλυκάνισον < αρχ. γλυκ(ύς) + ἄνισον < αραβ. yansum]