Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γλιστρίδα η [γlistríδa] Ο26 : μικρό ποώδες φυτό που τρώγεται ωμό στη σαλάτα· αντράκλα. ΦΡ ~ έφαγε, για κπ. που φλυαρεί ακατάπαυστα.
[γλίστρ(α) -ίδα (πρβ. μσν. γλιστρίδα `είδος σκουληκιού΄)]