Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκόμενα
2 εγγραφές [1 - 2]
γκόμενα η [gómena] Ο27α αρσ. γκόμενος [gómenos] Ο20 : (λαϊκ.) 1. ερωμένη. (έκφρ.) βγάζω ~ / γκόμενο, αποκτώ ερωτικό σύντροφο. 2. ωραία γυναίκα, γυναίκα με θηλυκότητα. || (επέκτ.) νεαρή γυναίκα. γκομενάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2, για γυναίκα μικρής ηλικίας. γκομενίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2, για γυναίκα μικρής ηλικίας. γκομενάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2, για πολύ ωραία γυναίκα.

[βεν. gomena `σκοινί της άγκυρας, παλαμάρι΄ (αραβ. guml), ειρ. από την εικόνα πως κάποιος τραβάει κτ. πίσω του· γκόμεν(α) -ος· γκόμεν(α) -ίτσα· γκόμεν(α) -άρα]

γκομενάκιας ο [gomenákas] Ο4 πληθ. γκομενάκηδες : (λαϊκ., ειρ.) ο γκομενιάρης.

[γκόμεν(α) -άκιας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες