Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρουμ
1 εγγραφή
γκρουμ ο [grúm] Ο (άκλ.) : νεαρός υπάλληλος, κυρίως μεγάλου ξενοδοχείου, που συνήθ. φοράει στολή και κάνει μικροθελήματα.

[λόγ. < γαλλ. groom < αγγλ. groom `άντρας υπηρέτης κάποιου τιτλούχου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες