Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρεμνός
1 εγγραφή
γκρεμνός ο [gremnós] Ο17 : (λογοτ., λαϊκότρ.) γκρεμός.

[μσν. γκρεμνός < αρχ. κρημνός (ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-k > toŋg > g], [i > e] αναλ. προς τη λ. γκρεμίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες