Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρας
1 εγγραφή
γκρας ο [grás] Ο1 : είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού: Είχαν κρεμασμένους τους γκράδες τους στον ώμο.

[γαλλ. ανθρωπων. Gras (όν. κατασκευαστή) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες