Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκρίνια η [grína] Ο25α : εκδήλωση δυσφορίας που προέρχεται συνήθ. από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση· μουρμούρα· (πρβ. μεμψιμοιρία): Άσε την ~ τώρα κι έλα να φάμε. Bρίσκω την ~ του τελείως αδικαιολόγητη. Mε τις πρώτες δυσκολίες άρχισαν και οι γκρίνιες. (έκφρ.) όπου φτώχεια* και ~. || (για το μωρό που κλαψουρίζει και διαμαρτύρεται συνέχεια): Είναι όλο ~ το μωρό σήμερα.
[γκρινι(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- γκρινιάζω [grinázo] Ρ2.2α : εκδηλώνω δυσφορία που συνήθ. προέρχεται από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, παραπονιέμαι συνέχεια, μουρμουρίζω: Όλο γκρινιάζει, με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Γκρινιάζει συνέχεια με τη γυναίκα του, μαλώνει. || Γκρινιάζει το μωρό, κλαίει και μουρμουρίζει χωρίς λόγο.
[ιταλ. (διαλεκτ.) grign(are) `δείχνω τα δόντια από οργή΄ -άζω (ιταλ. digrignare)]
- γκρινιάρης -α -ικο [grináris] Ε9 : 1. που γκρινιάζει συνεχώς, που δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα, που όλα του φταίνε και τον ενοχλούν: Έχει μια γκρινιάρα γυναίκα. Γκρινιάρικο παιδί, κλαψιάρικο. || (ως ουσ.): Δεν ανέχομαι τους γκρινιάρηδες. 2. (ως ουσ.) ο γκρινιάρης, είδος επιτραπέζιου παιδικού παιχνιδιού.
[γκρίν(ια) -ιάρης]
- γκρινιάρικος -η -ο [grinárikos] Ε5 : που αναφέρεται στον γκρινιάρη: Γκρινιάρικη φωνή.
γκρινιάρικα ΕΠIΡΡ. [γκρινιάρ(ης) -ικος]